Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκείτης — ὁ, Α (δ. γρφ.) βλ. χαλκίτης … Dictionary of Greek
χαλκίτης — και χαλκείτης, ου, ὁ, Α 1. ορυκτή στυπτηρία 2. (στον τ. χαλκείτης) χαλκεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek